Καιρός
Смотреть что такое "Καιρός" в других словарях:
Καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καῖρος — row of thrums masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)