- Ίδιον
- Ίδιον
-
(idion) (греч.) — собственное. Неотделимый признак.
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
ίδιον — το (ΑΜ ἴδιον) βλ. ίδιος … Dictionary of Greek
ἰδίον — ἰδέω know pres part act masc voc sg (doric) ἰδέω know pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act masc voc sg ἰ̱δίον , ἰδίω sweat pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασ(ε)ίδιον — κρασ(ε)ίδιον, τὸ (Α) κόλλα από μίγμα αλεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίδιον < κρᾶσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Ο τ. κρασείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική κράσεως + κατάλ. ίδιον (πρβλ. ταξίδιον: ταξείδιον)] … Dictionary of Greek
συγκτησ(ε)ίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σύγκτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκτησις + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. σακκ ίδιον)] … Dictionary of Greek
πραξ(ε)ίδιον — τὸ, Α [πρᾱξις] υποκορ. τ. τού πράξις … Dictionary of Greek
υποληψ(ε)ίδιον — τὸ, Α [ὑπόληψις] υποκορ. μικρή υπόθεση, υπόνοια … Dictionary of Greek
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek