Επαγωγή

Επαγωγή
Επαγωγή
        (epagoge) (греч.) — приведение. Индукция.

Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. . 1983.


.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Επαγωγή" в других словарях:

  • ἐπαγωγή — bringing on fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — η 1. (λογ.), συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές μερικές κρίσεις. 2. στη ρητορική σχήμα με επισώρευση πολλών όμοιων παραδειγμάτων για να καταδειχτεί η ορθότητα μιας σκέψης. 3. (φυσ.), η διέγερση ηλεκτρικής τάσης ή η ανάπτυξη μαγνητικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγωγῇ — ἐπαγωγῆι , ἐπαγωγεύς coat of clay masc dat sg (epic ionic) ἐπαγωγή bringing on fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγῆ — ἐπαγωγεύς coat of clay masc nom/voc/acc dual ἐπαγωγεύς coat of clay masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… …   Dictionary of Greek

  • ЭПАГОГЭ —    • Έπαγωγή,          называлось        1. магическое заговаривание, которым заклинали особенно подземных богов об оказании помощи людям, или злых духов, чтобы они напугали другого человека, часто в соединении с επωδή;        2. в логике и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐπαγωγαῖς — ἐπαγωγή bringing on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγαί — ἐπαγωγή bringing on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»