εἴδωλα — εἴδωλον phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδωλ' — εἴδωλα , εἴδωλον phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… … Dictionary of Greek
Идолопоклонство — Проверить нейтральность. На странице обсуждения должны быть подробности. Идолопоклонство, идолопоклонничество, идолослужение (греч … Википедия
αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή … Dictionary of Greek
IDOLUM — Graece εἴδωλον, ἀπὸ τοῦ εἴδειν, quod Numinis forma illa oculis visenda repraesentetur, cui qui exhibetur cultus Idololatria dicitur. Atque hac notione vox Latinis Patribus satis trita est, vide inprimis Tertullian. de Idol. l. c. 3. et 4.… … Hofmann J. Lexicon universale
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
δίοπτρο — Οπτικό σύστημα που αποτελείται από δύο διαφανή, ομογενή σώματα 1 και 2, με διάφορους δείκτες διάθλασης (n1, n2), τα οποία διαχωρίζονται από μια επιφάνεια γεωμετρικά προσδιορισμένη. Αν αυτή η επιφάνεια είναι επίπεδη, έχουμε το επίπεδο δ., ενώ αν… … Dictionary of Greek