ἀταραξία — ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc/acc dual ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίᾳ — ἀταραξίᾱͅ , ἀταραξία impassiveness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα … Dictionary of Greek
αταραξία — η ψυχική ηρεμία, ψυχραιμία: Είχε δείξει μιαν αξιοθαύμαστη αταραξία στις συμφορές που τον χτύπησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταραξίας — ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem acc pl ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίαν — ἀταραξίᾱν , ἀταραξία impassiveness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίη — ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίην — ἀταραξία impassiveness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίης — ἀταραξία impassiveness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίῃ — ἀταραξία impassiveness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)