- Αίνιγμα
- Αίνιγμα
-
(ainigma) (греч.); aenigma (лат.) — иносказание, загадка, символ, энигма.
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματος — αἴνιγμα dark saying neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)