- azorite
-
азорит
Англо-русский словарь терминов металлургии и сварки. 2011.
Англо-русский словарь терминов металлургии и сварки. 2011.
azorite — Min. (ˈæzɒraɪt) [f. Azores, the islands where found + ite.] A white mineral crystallizing in minute octahedrons, occurring in albitic rock; according to Hayes, a columbate of lime. Dana Min. 761 … Useful english dictionary
αζορίτης — Τανταλικό άλας του ασβεστίου με χημικό τύπο CaTa2O6, που συναντάται στις Αζόρες, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. * * * (azorite), ο (Ορυκτ.) τανταλικό άλας τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azorite <… … Dictionary of Greek