- mineralography
-
минералография
Англо-русский словарь терминов металлургии и сварки. 2011.
Англо-русский словарь терминов металлургии и сварки. 2011.
mineralography — variant of mineragraphy … Useful english dictionary
ορυκτογραφία — η κλάδος τής ορυκτολογίας ο οποίος ερευνά τα ορυκτολογικά είδη, τις παραλλαγές και τις ποικιλίες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. mineragraphy / mineralography (< mineral «ορυκτό» + γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809, στο… … Dictionary of Greek