cryochimie

  • 1cryochimie — ● cryochimie nom féminin Domaine de la chimie faisant appel aux cryotempératures …

    Encyclopédie Universelle

  • 2κρυοχημεία — Κλάδος της φυσικοχημείας, που ερευνά τα φαινόμενα στις χαμηλές θερμοκρασίες. Βλ. λ. κρυοσκοπία. * * * η χημ. τομέας τής χημείας που μελετά τα χημικά φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ …

    Dictionary of Greek

  • 3criochimie — criochimíe s. f. → chimie Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Dicţionar ortografic  CRIOCHIMÍE s. f. chimie a temperaturilor joase. (< fr. cryochimie) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN …

    Dicționar Român