1) η προετοιμασία 2) (

  • 71επιτηδειότητα — η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) [επιτήδειος] ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα 2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη… …

    Dictionary of Greek

  • 72επιφυλακή — η 1. (για τμήμα στρατού) το να παραμένει σε κατάσταση αναμονής, για να αναλάβει δράση αν χρειαστεί 2. μτφ. ψυχική προετοιμασία για αντιμετώπιση μιας δυσκολίας …

    Dictionary of Greek

  • 73επώαση — η (AM ἐπῴασις) [επωάζω] η φυσιολογική εξέλιξη τού αβγού από τη γέννησή του μέχρι την εκκόλαψη, κλώσσημα («φυσιολογική, τεχνητή επώαση») νεοελλ. 1. κρυφή προετοιμασία («επώαση κινήματος, επανάστασης») 2. η περίοδος κατά την οποία παθογόνοι… …

    Dictionary of Greek

  • 74εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …

    Dictionary of Greek

  • 75ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… …

    Dictionary of Greek

  • 76ευτρεπισμός — ο (Μ εὐτρεπισμός) [ευτρεπίζω] τακτοποίηση, συγύρισμα μσν. προπαρασκευή, προετοιμασία …

    Dictionary of Greek

  • 77εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 78εφοπλιστής — ο 1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και τό χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος 2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης 3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 79κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …

    Dictionary of Greek

  • 80καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …

    Dictionary of Greek