1) η προετοιμασία 2) (

  • 41απροετοίμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος 2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία 3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 42απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …

    Dictionary of Greek

  • 43απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 44αρχιτρίκλινος — ἀρχιτρίκλινος, ο (AM) ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο …

    Dictionary of Greek

  • 45ασκηνοθέτητος — η, ο 1. (ως θεατρ. όρος) εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, που δεν έχει την καθοδήγηση σκηνοθέτη 2. αυτός που γίνεται χωρίς σκόπιμη προετοιμασία, ο τυχαίος («ασκηνοθέτητη συνάντηση») …

    Dictionary of Greek

  • 46ασκληπιείο — I Ονομασία ιερών αφιερωμένων στον θεό Ασκληπιό, κατά την αρχαιότητα, όπου κατέφευγαν ο άρρωστοι για να ζητήσουν από τον θεό να τους υποδείξει τρόπο θεραπείας. Το περιφημότερο Α. βρισκόταν στην Επίδαυρο· άλλα φημισμένα υπήρχαν στην Τρίκη της… …

    Dictionary of Greek

  • 47αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… …

    Dictionary of Greek

  • 48αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …

    Dictionary of Greek

  • 49αυτοσχεδιάζω — (AM αὐτοσχεδιάζω) 1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής 2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα …

    Dictionary of Greek

  • 50αυτοσχεδιαστής — ο (Α αὐτοσχεδιαστής) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία …

    Dictionary of Greek