1) η προετοιμασία 2) (

  • 21χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 22Αινιάν — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Τυμφρηστό. 1. Γεώργιος (1788 – 1843). Αγωνιστής της Επανάστασης και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Παπα Ζαχαρία. Μαθήτευσε στη σχολή Κουρού Τσεσμέ και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια δίδαξε …

    Dictionary of Greek

  • 23Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 24Δεληγιάννης — Επώνυμο οικογένειας από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Αρχικά το επώνυμό τους ήταν Παπαγιαννοπούλου. Τα μέλη της έδρασαν κατά τα τέλη του 18ου αι., στα χρόνια της Επανάστασης και μετά από αυτή. 1. Αναγνώστης (1771 – 1856). Αδελφός του Θεόδωρου (βλ. 2 …

    Dictionary of Greek

  • 25Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …

    Dictionary of Greek

  • 28Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 29Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 30Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… …

    Dictionary of Greek