1) η προετοιμασία 2) (

  • 121προκατασκεύασμα — ατος, τὸ, Α [προκατασκευάζω] προπαρασκευή, προετοιμασία …

    Dictionary of Greek

  • 122προοδοποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [προοδοποιῶ] η προετοιμασία τής οδού, η προπαρασκευή για τον ερχομό («παρασκευὴ τοῡτό ἐστιν ἐκείνου καὶ προοδοποίησις», Ιωάνν. Χρυσ) …

    Dictionary of Greek

  • 123προοικονομία — ἡ, ΜΑ [προοικονομῶ] η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια …

    Dictionary of Greek

  • 124προομαλισμός — ὁ, Μ [προομαλίζω] εξομάλυνση που προηγείται, προετοιμασία τής οδού …

    Dictionary of Greek

  • 125προπαρασκεύασμα — άσματος, τὸ, Α [προπαρασκευάζω] προετοιμασία …

    Dictionary of Greek

  • 126προχειρολογώ — έω, Ν [προχειρολόγος] μιλώ πρόχειρα, άκριτα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία …

    Dictionary of Greek

  • 127προϋπεργασία — ἡ, Α [προϋπεργάζομαι] 1. προεργασία, προετοιμασία 2. (ρητ.) προπαρασκευή, προεισαγωγή στο θέμα …

    Dictionary of Greek

  • 128προϋποστυφή — ἡ, Α 1. η προπαρασκευή τού μαλλιού με στυπτικές ουσίες πριν από τη βαφή 2. μτφ. η επίπονη προετοιμασία, που θυμίζει τη διαδικασία συστολής τών μαλλιών πριν από τη βαφή με στυπτικές ουσίες («οἱ πόνοι προϋποστιφαί τινες τοῑς παισίν εἰσι... ἀρετῆς» …

    Dictionary of Greek