1) η προετοιμασία 2) (
111προδιαίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προδιαιτῶ] προπαρασκευή, προετοιμασία με δίαιτα …
112προενισχυτής — ο Ν (ηλεκτρ.) ενισχυτής τάσης που τοποθετείται σε μια διάταξη ενίσχυσης σημάτων με σκοπό μια αρχική ενίσχυσή τους και την προετοιμασία τους για την τελική βαθμίδα ενίσχυσης ισχύος στην έξοδο …
113προεπεργασία — ἡ, Α προπαρασκευή, προετοιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπί + ἐργασία] …
114προεργασία — η, Ν προκαταρκτική εργασία, προπαρασκευαστική εργασία, προετοιμασία, προπαρασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεργάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …
115προευκτικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προετοιμασία τής προσευχής, στον χρόνο αμέσως πριν από την έναρξη τής προσευχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐκτικός «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή»] …
116προευτρεπισμός — ὁ, ΜΑ [προευτρεπίζω] η απαραίτητη προετοιμασία …
117προθέρμανση — η / προθέρμανσις, άνσεως, ΝΑ [προθερμαίνω] η εκ τών προτέρων θέρμανση νεοελλ. 1. (μηχανολ.) προκαταρκτική θέρμανση ύδατος για τροφοδότηση ατμολέβητα ή μηχανής 2. (αθλ.) προετοιμασία για αγώνα με ελαφρές ασκήσεις 3. ιατρ. μια από τις βασικές αρχές …
118προθεραπεία — ἡ, Α [προθεραπεύω] 1. (ρητ.) η προετοιμασία τού ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο 2. η εκ τών προτέρων θεραπεία …
119προκαταρτισμός — ο, ΝΜ [προκαταρτίζω] η εκ τών προτέρων κατάρτιση, προετοιμασία μσν. διευθέτηση εκ τών προτέρων …
120προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …