1) η προετοιμασία 2) (

  • 101παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …

    Dictionary of Greek

  • 102παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …

    Dictionary of Greek

  • 103παρασκευαστικός — ή, ό / παρασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [παρασκευάζω] ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι αρχ. 1. προπαρασκευαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 104παρετοιμασία — ἡ, Α [παρετοιμάζω] επιπρόσθετη ή συναφής προετοιμασία, παρασκευή …

    Dictionary of Greek

  • 105περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 106περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 107πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …

    Dictionary of Greek

  • 108προαγών — και προάγων, ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν (στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση τής υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία… …

    Dictionary of Greek

  • 109προβαλάνειον — τὸ, Α χώρος κατάλληλος για την προετοιμασία τού κυρίως λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βαλανεῖον «λουτρό»] …

    Dictionary of Greek

  • 110προγύμναση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προγυμνάζω, άσκηση, γύμναση 2. προετοιμασία μαθητών για εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προγύμνασις, μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλ. Σταθόπουλο] …

    Dictionary of Greek