1) η προετοιμασία 2) (

  • 11γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …

    Dictionary of Greek

  • 12δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 13ετοιμασία — η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω] προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες») αρχ. μσν. 1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ. β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 14ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …

    Dictionary of Greek

  • 15κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 16καταχορηγώ — καταχορηγῶ, έω (Α) 1. ξοδεύω ως χορηγός για την προετοιμασία τού χορού τής τραγωδίας 2. δαπανώ άφθονα, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χορηγῶ «παρέχω τα οικονομικά μέσα για την προετοιμασία χορού, ξοδεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 17προπαρασκευή — η, ΝΜΑ 1. προετοιμασία, διαδικασία προετοιμασίας 2. το αποτέλεσμα τής προετοιμασίας αρχ. προετοιμασία μύησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρασκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό τής ρηματικής ενέργειας τού ρ. προπαρασκευάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 18προπαρασκευαστικός — ή, ό / προπαρασκευαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [προπαρασκευάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαρασκευή, στην προετοιμασία («προπαρασκευαστικές ενέργειες») 2. (φρ) α) «προπαρασκευαστική διαταγή» στρ. διαταγή που περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία… …

    Dictionary of Greek

  • 19στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …

    Dictionary of Greek

  • 20φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …

    Dictionary of Greek