1) η εξουσία
1ἐξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐξουσίᾳ — ἐξουσίαι , ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …
3εξουσία — η 1. κυριαρχική δύναμη που έχει κάποιος να κάνει ή να μην κάνει κάτι, δικαίωμα που ασκεί κάποιος πάνω σε άλλο (πρόσωπο ή πράγμα), δικαιοδοσία: Η εξουσία των γονιών στα ανήλικα παιδιά τους. 2. αρχή, αξίωμα: Κι η εξουσία μου εδόθη ς φουσάτο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …
5ἐξουσιᾷ — ἐξουσιάζω exercise authority fut ind mid 2nd sg (epic) ἐξουσιάζω exercise authority fut ind act 3rd sg (epic) …
6Ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. — ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. См. Поэтическая вольность …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7κανονιστική εξουσία — Ειδική εξουσιοδότηση και αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους (με την ιδιότητά του ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας) να συμπληρώνει και να αναπτύσσει τους νόμους στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεσή τους. Κ.ε. μπορούν να έχουν… …
8'ξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
9ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) …
10ἐξουσίαι — ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …