1) η ακοή 2) (
1ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀκοῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἀκοή — hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …
5ἀκοῆι — ἀκοῇ , ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …
6ἀκοαῖν — ἀκοή hearing fem gen/dat dual …
7ἀκοαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl …
8ἀκοαῖσι — ἀκοή hearing fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀκοαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl …
10ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …