ὅτε
1ὁτέ — ὅτε when indeclform (conj) …
2ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… …
3οτέ — (Α ὁτέ) (αορστλ. χρον. επίρρ.) φρ. «ὁτὲ μέν..., ὁτέ δέ» άλλοτε μεν..., άλλοτε δε αρχ. φρ. «ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ», «ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ αὖτε», «ὁτὲ μέν τε..., ὅτ αὖ», «ὁτὲ μέν..., ποτέ δε», «ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ», «ἐνίοτε μέν..., ὁτὲ δέ» άλλοτε μεν …
4ὅτε — ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε when indeclform (conj) …
5Ὅτε μὲν ἠύλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε. — См. Плясать по чужой дудке …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της …
7εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε …
8χὤτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …
9χὤτε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …
10ὅ τε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) …