ὅταν
1ὅταν — whenever indeclform (conj) …
2όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …
3όταν — σύνδ. χρον.: Όταν έρθει, όταν φύγει, όταν φυλαχτεί κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …
7χὤταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …
8χὥταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …
9αληπασαλήδες — Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα σκότωσαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα, οι Έλληνες που υπηρετούσαν στην αυλή του Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό. Τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στον Αγώνα. Οι υπόλοιποι Έλληνες τους αποκαλούσαν α …
10ὅτανπερ — ὅταν whenever indeclform (conj) …