ὄρϑρος
1Ὄρθρος — the time just before masc nom sg …
2ὄρθρος — the time just before masc nom sg …
3όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …
4όρθρος — ο ο χρόνος λίγο πριν απ την αυγή, αλλ. χαράματα, χαραυγή: Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή... θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή (Γ. Σεφέρης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ὄρθρε — Ὄρθρος the time just before masc voc sg …
6ὄρθρε — ὄρθρος the time just before masc voc sg …
7Ὄρθροι — Ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl …
8ὄρθροι — ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl …
9Ὄρθροις — Ὄρθρος the time just before masc dat pl …
10ὄρθροις — ὄρθρος the time just before masc dat pl …