ὄνομα καλεῖν
1εξονομακλήδην — ἐξονομακλήδην (Α) επίρρ. ονομαστικά, με τ όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν] …
2ονομακλήδην — ὀνομακλήδην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. κατ όνομα, ονομαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν] …
3καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …
4ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] …
5нарѣцати — НАРѢЦА|ТИ (22), Ю, ѤТЬ гл. 1.Именовать, давать имя, название: Иородиѧне. iюдѣи бо бѧху бытi. i то||му ч(с)ть х(с)ву даѧху. i именемь его нарецаху. (ὄνομα) КР 1284, 361в–г; и свѣтлостию лица. прекрасныи осифъ нарѣцахѹть. Пал 1406, 84г. 2. Называть …
6CYRUS I — CYRUS, I. Cambysis fil. ex Mandana Astyagis Regis filiâ, Persarum ac Medorum Rex, qui primus (ut Iustinus, l. 1. c. 6. scribit) devictô Astyage, qui ipsum occidi iusserat per Harpagum, ultimô Medorum Rege, Medorum imperium transtulit in Persas,… …