1ὀνήσω — ὀνέομαι D Mort. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) ὀνίνημι D Mort. aor subj act 1st sg ὀνίνημι D Mort. aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ὀνίνημι D Mort. fut ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ονίσκω — ὀνίσκω (Α) (δ. γρφ.) ονίνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλ. ὀνήσω τού ὀνίνημι, κατά το εὑρίσκω / εὑρήσω] …
Dictionary of Greek