ἶβῐς
1ἶβις — ibis fem nom sg …
2ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… …
3ἴβις — ἴβῑς , ἶβις ibis fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἶβις ibis fem nom sg (ionic) ἴ̱βῑς , ἶβις ibis fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
4ἴβεις — ἶβις ibis fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἶβις ibis fem nom/acc pl (attic ionic) ἴ̱βεις , ἶβις ibis fem nom/voc pl (attic epic) ἴ̱βεις , ἶβις ibis fem nom/acc pl (attic) …
5ἴβεσι — ἶβις ibis fem dat pl (ionic) ἴ̱βεσι , ἶβις ibis fem dat pl …
6ἴβιες — ἶβις ibis fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ἴ̱βιες , ἶβις ibis fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
7ἴβιος — ἶβις ibis fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἴ̱βιος , ἶβις ibis fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
8ἴβιν — ἶβις ibis fem acc sg (ionic) …
9ἶβιν — ἶβις ibis fem acc sg …
10ιβιοτάφος — ἰβιοτάφος, ὁ (Α) ο νεκροθάφτης τού ιερού πτηνού ίβις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + ταφος < θ. ταφ : τάφ ος, ε τάφ ην), πρβλ. ά ταφος] …