1ίσαμι — ἴσαμι (Α) (δωρ. τ. τού εἴδω αντί ἴσημι) γνωρίζω («μάλα τοῡτο γ ἴσαμι», Θεόκρ.) …
Dictionary of Greek
2ἴσαμι — ἴσᾱμι , οἶδα see pres ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)