ἦμαρ
1ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …
2ἦμαρ — day neut nom/voc/acc sg …
3Ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. — ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. См. До поры до времени …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ἆμαρ — ἦμαρ day neut nom/voc/acc sg (doric) …
5ἠμάτων — ἦμαρ day neut gen pl …
6ἤμασι — ἦμαρ day neut dat pl …
7ἤμασιν — ἦμαρ day neut dat pl …
8ἤματα — ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl …
9ἤματι — ἦμαρ day neut dat sg …
10ἤματος — ἦμαρ day neut gen sg …