ἔχῃσϑα
1ἔχησθα — ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …
2ἔχῃσθα — ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …
3ἔχηισθ' — ἔχῃσθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …
4ἔχηισθα — ἔχῃσθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …
5ἔχησθ' — ἔχησθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) ἔχησθε , ἔχω check pres subj mp 2nd pl ἔχησθε , ἔχω check pres subj act 2nd pl (epic) ἔχησθε , χάω imperf ind mp 2nd pl …
6επιδευής — ἐπιδευής, ές (Α) [επιδεύομαι] 1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.) 2. φτωχός 3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.) 4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’… …