ἔσεσθαι
1ἔσεσθαι — εἰμί sum fut inf mid …
2Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… …
3Seyn — Seyn, ein sehr irreguläres Zeitwort, dessen abweichende Form daher rühret, weil es, so wie wir es jetzt haben, aus mehrern Zeitwörtern zusammen gesetzt ist. Ich will zuförderst dessen Conjugation hersetzen, und, um die Anmerkung desto kürzer… …
4Wesen, das — Das Wêsen, des s, plur. der doch nur in der einzigen concreten Bedeutung gebraucht wird, ut nom. sing. Da dieses Wort in seinen heutigen Bedeutungen eines der abstractesten ist, abstracte Begriffe aber erst durch die Länge der Zeit und Aufklärung …
5боудоущии — (216) прич. действ. наст. В роли пр. 1.Предстоящий в будущем: коръмъчи˫а. и ратаеве... прорѣчють. дождевна˫а и боурьна˫а и оутишеньѥ. и ˫аснъ аеръ боудоущь. (ἔσεσϑαι) ПНЧ XIV, 125г; Но вы ˫ако б҃огомудрии. и всѩ бж(с)твено и бл҃гооустроѥно… …
6άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… …
7έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …
8ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …
9λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων …
10νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …