ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος

  • 1λευρός — λευρός, ά, όν (Α) 1. ομαλός, επίπεδος («λευρῷ ἐν χώρῳ», Ομ. Οδ.) 2. λείος, στιλβωμένος («ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος», Πίνδ.) 3. μτφ. απλός, απέριττος, λιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το λεῖος] …

    Dictionary of Greek