ἐφ-ημέριος
1ημέριος — ἡμέριος, ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, ον) [ημέρα] μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον καθημερινά αρχ. 1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.) 2. ημερήσιος, καθημερινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι οι θνητοί …
2ἡμέριος — lasting but a day masc/fem nom sg …
3Ημέριος ή Ιμέριος — Όνομα στρατιωτικών ηγετών και αυλικών του Βυζαντίου. 1. Στρατηγός του Ιουστινιανού A’ (α’ μισό 6ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θράκη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Βελισάριου κατά των Βανδάλων της βόρειας Αφρικής και, μετά τη συντριβή των… …
4ἡμέριον — ἡμέριος lasting but a day masc/fem acc sg ἡμέριος lasting but a day neut nom/voc/acc sg …
5ἡμερίοις — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl …
6ἡμερίοισι — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7ἡμερίοισιν — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἡμερίου — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut gen sg …
9ἡμερίους — ἡμέριος lasting but a day masc/fem acc pl …
10ἡμερίων — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut gen pl …