ἐπίστροφος
1Ἐπίστροφος — masc nom sg …
2ἐπίστροφος — having dealings with masc/fem nom sg …
3επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… …
4ἐπιστρόφως — ἐπίστροφος having dealings with adverbial ἐπίστροφος having dealings with masc/fem acc pl (doric) …
5ἐπίστροφον — ἐπίστροφος having dealings with masc/fem acc sg ἐπίστροφος having dealings with neut nom/voc/acc sg …
6Ἐπιστρόφοις — Ἐπίστροφος masc dat pl …
7ἐπιστρόφοις — ἐπίστροφος having dealings with masc/fem/neut dat pl …
8Ἐπιστρόφου — Ἐπίστροφος masc gen sg …
9ἐπιστρόφου — ἐπίστροφος having dealings with masc/fem/neut gen sg …
10Ἐπιστρόφους — Ἐπίστροφος masc acc pl …