ἐπαναφορά
1ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) …
3επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… …
4επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) …
6ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl …
7ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl …
8ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl …
9ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) …
10ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) …