ἐν μεγάροις
1Μεγάροις — Μέγαρα to Megara neut dat pl Μέγαρος masc dat pl …
2μεγάροις — μέγαρον large room neut dat pl …
3τεύχω — Α 1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.) 2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.) 3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν… …