ἐκ-βιάζω
1βιάζω — βιάζω, βίασα βλ. πίν. 35 (προφ. βι άζω) Σημειώσεις: βιάζω : καμιά φορά απαντάται και ο τύπος έβιαζα με την έννοια αναγκάζω, π.χ. Μια κεκτημένη ταχύτητα την έβιαζε να ετοιμάζει φαγητό [Κυρία Κούλα, σελ. 58] …
2βιάζω — constrain pres subj act 1st sg βιάζω constrain pres ind act 1st sg …
3βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …
4βιάζω — σα, στηκα, βιασμένος 1. εξαναγκάζω κάποιον σε μία πράξη, τον πιέζω να την κάνει, ασελγώ: Οι καταστάσεις μάς βιάζουν στο να αναλάβουμε δράση. 2. εξαναγκάζω κάποιον στη σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή του: Σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βεβιασμένα — βιάζω constrain perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβιασμένᾱ , βιάζω constrain perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβιασμένᾱ , βιάζω constrain perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6βιάζεσθε — βιάζω constrain pres imperat mp 2nd pl βιάζω constrain pres ind mp 2nd pl βιάζω constrain imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7βιάζετε — βιάζω constrain pres imperat act 2nd pl βιάζω constrain pres ind act 2nd pl βιάζω constrain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8βιάζῃ — βιάζω constrain pres subj mp 2nd sg βιάζω constrain pres ind mp 2nd sg βιάζω constrain pres subj act 3rd sg …
9βεβιασμένον — βιάζω constrain perf part mp masc acc sg βιάζω constrain perf part mp neut nom/voc/acc sg …
10βεβιασμένων — βιάζω constrain perf part mp fem gen pl βιάζω constrain perf part mp masc/neut gen pl …