ἐγκαθυβρίζω
1εγκαθυβρίζω — ἐγκαθυβρίζω (Α) φέρομαι αδιάντροπα …
2ἐγκαθυβρίσαι — ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθυβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg ἐγκαθῡβρίσαι , ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθῡβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg …
3ἐγκαθυβρίζειν — ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) ἐγκαθῡβρίζειν , ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) …