ἅτε
1άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… …
2ἅτε — just as indeclform (adverb) …
3ἇτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg …
4ἄτε — ἆτος insatiate masc/fem voc sg …
5ἆτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg …
6ᾇτε — ὅστε who fem dat sg (doric) …
7Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …
8.άτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …
9ἅθ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …
10ἅτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …