ἁγώ
1άγω — βλ. πίν. 135 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: άγω, άγομαι : κυρίως σε στερεότυπες εκφρ., όπως άγεται και φέρεται …
2ἁγώ — ἀγώ , ἀγός leader masc nom/voc/acc dual ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
3άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …
4ἄγω — ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω lead pres ind act 1st sg …
5άγω — άγομαι (συνήθως σύνθετο: εξάγω, εισάγω, παράγω, προάγω κτλ.), φέρνω, οδηγώ: Αυτός άγεται και φέρεται από τη μητέρα του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἀγῶ — ἀ̱γῶ , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀ̱γῶ , ἀγάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres imperat mp 2nd sg ἀγάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγάω… …
8ἀγῷ — ἀγάω pres opt act 3rd sg ἀγάζω exalt overmuch fut opt act 3rd sg ἀγός leader masc dat sg …
9ἀγώ — ἀγός leader masc nom/voc/acc dual …
10Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)