ἀπολακτισμός
1απολακτισμός — ἀπολακτισμός, ο (AM) μσν. περιφρόνηση, παράβαση (του όρκου) αρχ. 1. το διώξιμο με κλοτσιές 2. ιατρ. είδος αιμορραγίας …
2ἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl …
3ἀπολακτισμούς — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc pl …
4ἀπολακτισμόν — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc sg …
5-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …
6κἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμοί , ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl …