ἀπευθύνω
1απευθύνω — (ἀπευθύνω) νεοελλ. 1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον 2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή») αρχ. 1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ 2. οδηγώ σωστά, διευθύνω 3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ 4. μτφ. διορθώνω,… …
2ἀπευθυνῶ — ἀπευθύνω make straight fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind act 1st sg (attic epic doric) …
3απευθύνω — απευθύνω, απηύθυνα και απεύθυνα βλ. πίν. 48 …
4ἀπευθύνω — ἀ̱πευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight aor subj act 1st sg ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight pres subj act 1st sg ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight pres ind act 1st sg ἀπευθύ̱νω …
5απευθύνω — εύθυνα, ευθύνθηκα, ευθυσμένος 1. αποτείνω, καταφεύγω: Ο ανακριτής θα απευθύνει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο. – Αποφάσισα να απευθυνθώ για το θέμα αυτό στο υπουργείο. 2. το ουδ. της μτχ. παθ. πρκ. ως ουσ., απευθυσμένο το τελευταίο τμήμα του παχιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἀπευθυνεῖ — ἀπευθύνω make straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀπευθύνω make straight fut ind… …
7ἀπευθυνθέντα — ἀπευθύνω make straight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπευθύνω make straight aor part pass masc acc sg ἀπευθύνω make straight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπευθύνω make straight aor part pass masc acc sg …
8ἀπευθυνοῦσιν — ἀπευθύνω make straight fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀπευθύνω make straight fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀπευθύνω make straight fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀπευθύνω make straight fut ind act …
9ἀπευθυνούσης — ἀπευθύνω make straight fut part act fem gen sg (attic epic) ἀπευθῡνούσης , ἀπευθύνω make straight pres part act fem gen sg (attic epic ionic) ἀπευθύνω make straight fut part act fem gen sg (attic epic) ἀπευθῡνούσης , ἀπευθύνω make straight pres …
10ἀπευθυνούσῃ — ἀπευθύνω make straight fut part act fem dat sg (attic epic) ἀπευθῡνούσῃ , ἀπευθύνω make straight pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀπευθύνω make straight fut part act fem dat sg (attic epic) ἀπευθῡνούσῃ , ἀπευθύνω make straight pres… …