ἀγῶνα ἔϑηκε

  • 1λυκαίος — λυκαῑος, αία, ον (Α) [Λύκαιον] 1. αρκαδικός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκαῑος προσωνυμία τού Διός στο Λύκαιον όρος τής Αρκαδίας, όπου κατά την παράδοση γεννήθηκε ο Ζευς («Λυκάων Λυκόσουραν πόλιν ᾤκισεν ἐν τῷ ὄρει τῷ Λυκαίῳ καὶ Δία ὠνόμασε… …

    Dictionary of Greek

  • 2τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 3Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… …

    Wikipedia Español