ый καθαρόαιμος

  • 1καθαρόαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής 2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση 3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + αιμος (< αίμα), πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 2καθαρόαιμος — η, ο αυτός που έχει αίμα γνήσιο, ευγενής: Έχω ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 4καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ντρέδες — Πολεμιστές από τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Ήταν αλβανόφωνοι και η ονομασία τους προέρχεται από την αλβανική λέξη ντρες, που σημαίνει καθαρόαιμος, ανεξάρτητος και ανυπότακτος. Στην Επανάσταση είχαν αρχηγό τους τον Μήτρο Αναστασιάδη και τους… …

    Dictionary of Greek