ть καρφώνω

  • 41καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… …

    Dictionary of Greek

  • 42καταπήττω — (Α) καταπήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πήττω «καρφώνω, παγώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43κατασφηκώ — κατασφηκῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηκῶ «σφίγγω, στερεώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 44κεδροπαγής — κεδροπαγής, ές (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο παγής, χαλκο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 45λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… …

    Dictionary of Greek

  • 46μεταγομφώ — μεταγομφῶ, όω (Μ) μεταβάλλω κάτι σε γόμφους, σε καρφιά («εἰς ὅπλα καὶ βέλη τοὺς ἑαυτῶν ὀδόντας μεταγομφοῡντες», Νικ. Χωκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 47μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …

    Dictionary of Greek

  • 48ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …

    Dictionary of Greek

  • 49παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 50πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο …

    Dictionary of Greek