ть καρφώνω

  • 31εφηλώνω — και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, όω) [έφηλος] καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο αρχ. παθ. ἐφηλοῡμαι, όομαι α) καρφώνομαι στερεά β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 32ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 33ηλωτάριον — ἡλωτάριον, το (Α) η κλειδαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλώ «καρφώνω» + κατάλ. τάριον (πρβλ. ειλη τάριον, προσευχη τάριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 34ηλώ — ἡλῶ, όω (AM) [ήλος] καρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῑράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον») αρχ. 1. οξύνω, ακονίζω 2. παθ. ἡλοῡμαι αποκτώ κάλους …

    Dictionary of Greek

  • 35κάρφωμα — το (Μ κάρφωμα) [καρφώνω] το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι νεοελλ. 1. ακινητοποίηση, καθήλωμα 2. κατάδοση, προδοσία 3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα τής μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο… …

    Dictionary of Greek

  • 36καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 37καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …

    Dictionary of Greek

  • 38καρφωτός — ή, ό (Μ καρφωτός, ή, όν) [καρφώνω] ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος νεοελλ. 1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί 2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά 3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).… …

    Dictionary of Greek

  • 39κατακαρφώνω — και κατακαρφῶ, όω (Μ) 1. συνδέω με καρφιά 2. καρφώνω κάποιον ή κάτι καλά 3. χτυπώ με οξύ όπλο …

    Dictionary of Greek

  • 40καταλαβεύς — καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] πάσσαλος ή καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα λαβ (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + εύς (πρβλ. αντι λαβ εύς, περιλαβ εύς)] …

    Dictionary of Greek