ть καρφώνω
11προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] …
12προσπείρω — Α 1. καρφώνω 2. παθ. προσπείρομαι (για τον Χριστό) σταυρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πείρω «καρφώνω, διατρυπώ»] …
13προσπερονώ — άω, Α 1. τρυπώ, διατρυπώ 2. καρφώνω, συνδέω με περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περονῶ «διατρυπώ, καρφώνω»] …
14συγκαθηλώ — όω, Α (σχετικά με σταυρό) καρφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθηλῶ / ώνω «καρφώνω, στερεώνω»] …
15συνηλώ — όω, A καρφώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡλῶ «καρφώνω, στερεώνω» (< ἧλος «καρφί»)] …
16αποσφηνώ — ἀποσφηνῶ ( όω) (AM) σφηνώνω καλά, στερεώνω γερά αρχ. (με άσεμνη σημασία) καρφώνω σφήνα …
17διαπατταλεύω — και διαπασσαλεύω (Α) τεντώνω (δέρμα συνήθως) και καρφώνω τις άκρες στα άκρα σταυρωτών πασσάλων …
18διηλώ — διηλῶ ( όω) (Α) [ηλώ] διαπερνώ με καρφί, καρφώνω …
19εγγομφώνω — και εγγομφώ (AM ἐγγομφῶ, όω)·συνδέω με γόμφους, καρφώνω …
20εγκαθηλώνω — (AM ἐγκαθηλῶ, όω) καρφώνω κάπου νεοελλ. κρατώ κάποιον ακίνητο …