ть διπλασιάζω
1διπλασιάζω — double pres subj act 1st sg διπλασιάζω double pres ind act 1st sg …
2διπλασιάζω — διπλασιάζω, διπλασίασα βλ. πίν. 35 …
3διπλασιάζω — (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος] 1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό 2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ») αρχ. 1. επαναλαμβάνω μετρική φράση 2. παίρνω διπλάσια αξία,… …
4διπλασιάζω — διπλασίασα, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος, κάνω κάτι δύο φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο: Έχω διπλασιάσει τις προσπάθειες για να πετύχω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δεδιπλασιασμένα — διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6διπλασιάζετε — διπλασιάζω double pres imperat act 2nd pl διπλασιάζω double pres ind act 2nd pl διπλασιάζω double imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7δεδιπλασιασμένον — διπλασιάζω double perf part mp masc acc sg διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc sg …
8δεδιπλασίακε — διπλασιάζω double perf imperat act 2nd sg διπλασιάζω double perf ind act 3rd sg …
9διπλασιαζομένων — διπλασιάζω double pres part mp fem gen pl διπλασιάζω double pres part mp masc/neut gen pl …
10διπλασιαζόμενον — διπλασιάζω double pres part mp masc acc sg διπλασιάζω double pres part mp neut nom/voc/acc sg …