ϑανόντι δ
1θανόντι — θνήσκω aor part act masc/neut dat sg …
2OCULI — I. OCULI manus, nutus, ad deridendum adhiberi soliti: quae proin tria iunxit Appuleius Metamor. 3. Nec quî laverim, quî terserim, quî domum rursum reverterim, prae rubore memini. Sie omnium Oculis, nutibus, ac denique manibus denotatus, impos… …
3επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …
4καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …
5προσεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως 2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.) 3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.) …
6συνεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] 1. εκπονώ, εκτελώ συγχρόνως («τῷ θανόντι χάριτα δεῑ συνεκπονεῑν», Ευρ.) 2. συνεργώ, συμπράττω σε κάτι 3. συμπράττω στην υποστήριξη, συνυποστηρίζω 4. παρέχω τη μέγιστη δυνατή βοήθεια …
7χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
8θανόνθ' — θανόντα , θνήσκω aor part act neut nom/voc/acc pl θανόντα , θνήσκω aor part act masc acc sg θανόντι , θνήσκω aor part act masc/neut dat sg θανόντε , θνήσκω aor part act masc/neut nom/voc/acc dual …
9θανόντ' — θανόντα , θνήσκω aor part act neut nom/voc/acc pl θανόντα , θνήσκω aor part act masc acc sg θανόντι , θνήσκω aor part act masc/neut dat sg θανόντε , θνήσκω aor part act masc/neut nom/voc/acc dual …