όχι καλά

  • 1Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek

  • 2ουροδελή — Τάξη αμφίβιων, που χαρακτηρίζονται από τη μονιμότητα της ουράς, η οποία, αντίθετα, λείπει στα ακμαία άνουρα. Τα ο. έχουν σχήμα επίμηκες, όμοιο με των σαυρών. Το μήκος τους, που γενικά είναι περίπου 20 εκ., ποικίλλει από 4 εκ. έως 1,50 μ. Τα άκρα… …

    Dictionary of Greek

  • 3Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …

    Dictionary of Greek

  • 4ακάλως — ἀκάλως επίρρ. (Α) [καλός] όχι καλά, άσχημα (στην υγεία) «ἐὰν οὐκ ἀκάλως ἔχῃς, χαίρω» …

    Dictionary of Greek

  • 5ακρακούω — ακούω λίγο, όχι καλά, μόλις ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ακούω] …

    Dictionary of Greek

  • 6βοτουλισμός ή βοτουλίωση — Η προσβολή του οργανισμού από την εντεροτοξίνη του βακτηρίου chlostridium botulinum. Το βακτήριο αυτό είναι αναερόβιο και βρίσκεται συνήθως στο χώμα. Η ανεπαρκής αποστείρωση των τροφών που προέρχονται από το χώμα και αποθηκεύονται σε αναερόβιες… …

    Dictionary of Greek

  • 7λιστερίωση — Λοίμωξη που μεταδίδεται με την κατανάλωση όχι καλά μαγειρεμένου κρέατος, μαλακού τυριού ή άλλων τροφών που έχουν μολυνθεί με βακτηρίδιο του γένους listeria. Προσβάλλει ζώα και σποραδικά τον άνθρωπο. Η κλινική εικόνα της είναι παρόμοια με εκείνη… …

    Dictionary of Greek

  • 8άκρη — άκρη, η και άκρια, η 1. τοσημείο στο οποίο τελειώνει κάτι: Το ξύλο έχει δύο άκρες. 2. μικρό μέρος: Κληρονόμησα κι εγώ μια άκρη αμπελιού. 3. συνηθισμένη φράση: Μένει στην άκρη του κόσμου, μένει πολύ μακριά. 4. επιρρημ. εκφρ. «Kάτσε στην άκρη»,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek