όλη τη μέρα'

  • 1ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 2διημερεύω — (AM διημερεύω) [ημερεύω] περνώ κάπου ή με κάποιον τρόπο τη μέρα μου μσν. διαμένω, κατοικώ αρχ. 1. (με μτχ.) περνώ τη μέρα μου κάνοντας κάτι 2. διαρκώ όλη τη μέρα …

    Dictionary of Greek

  • 3Πλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας. Διαρκούσε από τις 21 25 του μήνα Θαργηλιώνα (Μάιος) και ήταν αφιερωμένη στην Πολιάδα Αθηνά. Κατά τις μέρες αυτές ο ναός της θεάς στην Ακρόπολη κλεινόταν ολόγυρα με σχοινί, για να μη μπαίνει κανένας μέσα, και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 4Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …

    Deutsch Wikipedia

  • 5κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 6λημέρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 416 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Κρεμαστών, 73 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κόνιαβη. * * * το 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 7ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… …

    Dictionary of Greek

  • 8φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 9άλμη — άλμη, η και άρμη, η 1. το θαλασσινό νερό: Όλη τη μέρα τον έλουζε η άλμη της θάλασσας. 2. το λεπτό στρώμα αλατιού από την επαφή με τη θάλασσα: Ήταν θαλασσομάχος ψημένος από την άρμη. 3. διάλυμα αλατιού σε νερό για διατήρηση τροφίμων, σαλαμούρα:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 10ακροθαλάσσιος — α, ο παραλιακός: Το σπίτι μας ήταν ακροθαλάσσιο, κι έτσι το καλοκαίρι όλη τη μέρα βρισκόμασταν στη θάλασσα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)