όλα τα
1όλα — ὄλα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα» …
2ὅλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλος whole neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλᾱ , ὁλάω pres imperat act …
3ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) …
4ὅλας — ὅλᾱς , ὅλοξ fem acc pl ὅλᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὅλος whole fem acc pl ὅλᾱς , ὅλος whole fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὁλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
5.ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) …
6ὅλαν — ὅλᾱν , ὅλοξ fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὅλος whole fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
7ὀλάς — ὀλά̱ς , ὀλή fem acc pl ὀλά̱ς , οὐλαί barley corns fem acc pl (attic) …
8δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …
9Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …
10Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …