Перевод: с русского на все языки
ωτορινολαρυγγολογικός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ωτορινολαρυγγολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτορινολαρυγγολογία: Κάνει ωτορινολαρυγγολογικές εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)